ἀμβροσιώδης

ἀμβροσιώδης
ἀμβροσι-ώδης, ες,
A ambrosial, fragrant,

φυτά Corp.Herm.18.11

([comp] Sup.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμβροσιώδης — ες (Α ἀμβροσιώδης) [ἀμβροσία] ο όμοιος με αμβροσία, ευωδιαστός, γλυκός, νόστιμος …   Dictionary of Greek

  • ἀμβροσιωδέστατα — ἀμβροσιώδης ambrosial adverbial superl ἀμβροσιώδης ambrosial neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβροσιώδους — ἀμβροσιώδης ambrosial masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβροσία — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”